- μαστροπός
- ο και η (Α μαστροπός)αυτός που προμηθεύει σε άλλους γυναίκες για ανήθικους σκοπούς, που σπρώχνει γυναίκες στην πορνεία, προαγωγός, ρουφιάνος, εκμαυλιστής («ἀλλ' οὐ μαστροπὸς ἐγὼ τῆς ἐμαυτοῡ γυναικός», Λουκιαν.)αρχ.1. μτφ. αυτός που γοητεύει, που παρασύρει κάποιον («εὑρέθη δὲ τόλμα τῆς ἐπιθυμίας μαστροπός», Λουκιαν.)2. ως επίθ. μαστροπός, -όναυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προαγωγό («μαστροπὰ ἔργα», Μαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. τής οποίας α' συνθετικό είναι η λ. μαστρός* «οικονομικός υπάλληλος», ενώ το β' συνθετικό δεν είναι εξακριβωμένο. Κατά μία άποψη, πολύ λίγο πιθανή, πρόκειται για το ρ. ἕπω, ενώ θα πρέπει να αποκλειστεί το θ. τού ὄψομαι, τού οποίου τα σύνθετα σχηματίζονται σε -ωπός. Η άποψη, τέλος, ότι πρόκειται για ένα επίθημα τής καθομιλουμένης -πος είναι επίσης ελάχιστα πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.